διαφημίζομαι

διαφημίζομαι
διαφημίζομαι, διαφημίστηκα, διαφημισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλληλοδιαφημίζομαι — διαφημίζομαι από κάποιον και συγχρόνως τόν διαφημίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διαφημίζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • διαθρυλώ — (Α διαθρυλῶ, έω) [θρυλώ] διαφημίζω, διαλαλώ, διατυμπανίζω μσν. παθ. είμαι διάσημος, με περιβάλλει θρύλος αρχ. παθ. διαθρυλοῡμαι α) διαφημίζομαι β) ξεκουφαίνομαι από την αδιάκοπη ομιλία κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”